- κατάρροπον
- κατάρροποςinclining downwardsmasc/fem acc sgκατάρροποςinclining downwardsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
погорьнъ — (1*) пр. Спускающийся под гору: и посредѣ же града сыи цр҃кы… на възрацѣ ѥ˫а высота бѧше локотъ •р҃•, а ѥже назадъ локотъ •м҃• погорна бо бѣ ѥдина страна градьска˫а, •в҃•˫а же страна при холмѣ къ горѣ. (κατάρροπον) ГА XIV1, 125а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατάρροπος — κατάρροπος, ον (AM) κατηφορικός, επικλινής αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω («ἐπὶ τὸ κατάρροπον ῥέπειν», Ιπποκρ.) 2. κρεμασμένος 3. αυτός που έχει τάση να υποχωρήσει («κατάρροπος νοῡσος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρροπος (<… … Dictionary of Greek